Greek Meaning of saturator

κορεστικός

Other Greek words related to κορεστικός

Definitions and Meaning of saturator in English

Webster

saturator (n.)

One who, or that which, saturates.

FAQs About the word saturator

κορεστικός

One who, or that which, saturates.

βρέχω,πνίγω,βυθίζω,μουλιάζω,βουτάω,πλημμυρίζω,εμβάπτω,βρεγμένος,βουτάω,απότομος

Αφυδατώνω,αποχέτευση,ξηρός,άδειος,στύβω (έξω),ξεραίνω,σοτάρω,κενός,Αφυγραίνω,ξεραίνω

saturation point => σημείο κορεσμού, saturation => Κορεσμός, saturating => κορεστικός, saturated fatty acid => Κορεσμένο λιπαρό οξύ, saturated => κορεσμένος,