Greek Meaning of saturator
κορεστικός
Other Greek words related to κορεστικός
Nearest Words of saturator
- saturday => Σάββατο
- saturday night special => προσφορά Σαββάτου βράδυ
- satureia => θρούμπι
- satureia hortensis => Θυμάρι κήπου
- satureia montana => Αγριοθύμαρο (Agriothymaro)
- satureja => Θρούμπι
- satureja acinos => Θυμάρι βουνό
- satureja calamintha glandulosa => Χαμομήλι
- satureja calamintha officinalis => καλαμίθα
- satureja douglasii => Satureja douglasii
Definitions and Meaning of saturator in English
saturator (n.)
One who, or that which, saturates.
FAQs About the word saturator
κορεστικός
One who, or that which, saturates.
βρέχω,πνίγω,βυθίζω,μουλιάζω,βουτάω,πλημμυρίζω,εμβάπτω,βρεγμένος,βουτάω,απότομος
Αφυδατώνω,αποχέτευση,ξηρός,άδειος,στύβω (έξω),ξεραίνω,σοτάρω,κενός,Αφυγραίνω,ξεραίνω
saturation point => σημείο κορεσμού, saturation => Κορεσμός, saturating => κορεστικός, saturated fatty acid => Κορεσμένο λιπαρό οξύ, saturated => κορεσμένος,