FAQs About the word interpenetrating

διεισδυτικός

to penetrate mutually, to penetrate between, within, or throughout

διεισδυτικός,διεισδυτικός,διεισδυτικός,απορροφούμαι,πλημμύρα,Περnώντας (μέσα),διαποτίζω (μέσα σε),γριφώδης ,Διάχυτος (μέσω),βροχή

No antonyms found.

interpenetrated => διαπερνώνται, internists => παθολόγοι, interning => εκπαιδευόμενος, internes => ασκούμενοι, interned => κρατούμενος,