Greek Meaning of interruptor

διακόπτης

Other Greek words related to διακόπτης

Definitions and Meaning of interruptor in English

interruptor

a device for interrupting an electric current usually automatically, one that interrupts

FAQs About the word interruptor

διακόπτης

a device for interrupting an electric current usually automatically, one that interrupts

σφηκιάρης,πονοκέφαλος,διακόπτης,πανούκλα,Ενόχληση,ενοχλητικός,μύγα,Ενοχλητικός,ενόχληση,διώκτης

γοητευτής,σμούθι,παρηγορητής,σμούθι,παρηγορητής

interruptions => διακοπές, interrupters => διακόπτες, interrogations => ανακρίσεις, interrogated => ανέκρινε, interrelating => αλληλένδετος,