FAQs About the word gadfly

μύγα

a persistently annoying person, any of various large flies that annoy livestockAny dipterous insect of the genus Oestrus, and allied genera of botflies.

Ενόχληση,ενοχλητικός,ενόχληση,παράσιτο,ενοχλώ,τρωκτικό,πονοκέφαλος,κουραστικός άνθρωπος,πόνος,Πόνος στον αυχένα

γοητευτής,σμούθι,παρηγορητής,σμούθι,παρηγορητής

gadflies => μύγες των αλόγων, gadere => τοιχογραφία, gade => φρούριο, gaddish => γκαδις, gaddingly => πλανόδια,