Greek Meaning of gadding

περιπλανώμενος

Other Greek words related to περιπλανώμενος

Definitions and Meaning of gadding in English

Webster

gadding (p. pr. & vb. n.)

of Gad

Webster

gadding (a. & n.)

Going about much, needlessly or without purpose.

FAQs About the word gadding

περιπλανώμενος

of Gad, Going about much, needlessly or without purpose.

Κρουαζιέρα,παρασύρειν,χτυπάω,περιπλανιέμαι,περίπατος,περιπλανάμαι,νυχτερίδα,επιπλέω,περιπλανώμαι,κλοτσάνε

κάτοικος,Οικιακός,κάτοικος,κάτοικος,κάτοικος,άποικος,κάτοικος

gaddi => αυτοκίνητο, gadder => Gadder, gadded => κολλημένο, gaddafi => Καντάφι, gadbee => μύγα,