FAQs About the word nudnick

γκρινιάρης

(Yiddish) someone who is a boring pest

Ενόχληση,ενοχλητικός,ενόχληση,πειράζω,ενοχλώ,μύγα,τρωκτικό,πονοκέφαλος,πόνος,Πόνος στον αυχένα

γοητευτής,σμούθι,παρηγορητής,σμούθι,παρηγορητής

nudism => Γυμνισμός, nudicaul => φυλλοβόλος, nudibranchiate => Γυμνοβράγχια, nudibranchiata => Γυμνοβράγχια, nudibranchia => Γυμνοβράγχια,