Greek Meaning of nudnick
γκρινιάρης
Other Greek words related to γκρινιάρης
Nearest Words of nudnick
Definitions and Meaning of nudnick in English
nudnick (n)
(Yiddish) someone who is a boring pest
FAQs About the word nudnick
γκρινιάρης
(Yiddish) someone who is a boring pest
Ενόχληση,ενοχλητικός,ενόχληση,πειράζω,ενοχλώ,μύγα,τρωκτικό,πονοκέφαλος,πόνος,Πόνος στον αυχένα
γοητευτής,σμούθι,παρηγορητής,σμούθι,παρηγορητής
nudism => Γυμνισμός, nudicaul => φυλλοβόλος, nudibranchiate => Γυμνοβράγχια, nudibranchiata => Γυμνοβράγχια, nudibranchia => Γυμνοβράγχια,