FAQs About the word interrelating

αλληλένδετος

to bring into or have a shared relationship, to bring into mutual relation, to have mutual relationship

συνεργαζόμενοι,συνεργαζόμενος,συναλλαγή,μίξη,σχετικός,κοινωνικοποίηση,επικοινωνία,χορηγία,διαβούλευση,συζήτηση

αγνοώντας,μονωτικός,διαχωρίζοντας,απόσυρση ,αποσύνδεσης,αποσύνδεσης,αποφυγή

interregna => διαβασιλεία, interprets => ερμηνεύει, interpretations => ερμηνείες, interposers => παρεμβολείς, interpenetrating => διεισδυτικός,