Greek Meaning of filling (out)
συμπλήρωση (έξω)
Other Greek words related to συμπλήρωση (έξω)
Nearest Words of filling (out)
Definitions and Meaning of filling (out) in English
filling (out)
to put on flesh, to complete by filling in blanks
FAQs About the word filling (out)
συμπλήρωση (έξω)
to put on flesh, to complete by filling in blanks
σάρκωση,συμπληρωματικός,ολοκλήρωση,ολοκληρώνοντας,Μακιγιάζ,συμπληρώνοντας,συμπεριέλαβε,ενσωματώνοντας,προσωποποίηση,σχηματίζοντας
No antonyms found.
filling (in) => γέμιση, fillers => πληρωτικά υλικά, filled the bill => ήταν κατάλληλη, filled in => γεμάτος, filled (up) => γεμάτο,