FAQs About the word delved

εμβαθύνθηκε

of Delve

σκαμμένο,σκάβω,εκσκαμμένο,εξορυσσόμενο,σκαμμένο,φτυαρισμένο,αρπάγη,εκβαθυσμένος,ξεθάφτηκε,λατομημένο

γεμάτος (σε),λείανση (έξω ή πάνω)

delve => διερευνώ, deluxe => ντελούξ, delusory => παραπλανητικός, delusively => Ψευδώς, delusive => Ψευδής,