Greek Meaning of delved
εμβαθύνθηκε
Other Greek words related to εμβαθύνθηκε
Nearest Words of delved
- delve => διερευνώ
- deluxe => ντελούξ
- delusory => παραπλανητικός
- delusively => Ψευδώς
- delusive => Ψευδής
- delusions of persecution => Παραληρητικές ιδέες καταδίωξης
- delusions of grandeur => μανία μεγαλείου
- delusional disorder => παραληρηματική διαταραχή
- delusional => παραληρηματικός
- delusion => Παραίσθηση
Definitions and Meaning of delved in English
delved (imp. & p. p.)
of Delve
FAQs About the word delved
εμβαθύνθηκε
of Delve
σκαμμένο,σκάβω,εκσκαμμένο,εξορυσσόμενο,σκαμμένο,φτυαρισμένο,αρπάγη,εκβαθυσμένος,ξεθάφτηκε,λατομημένο
γεμάτος (σε),λείανση (έξω ή πάνω)
delve => διερευνώ, deluxe => ντελούξ, delusory => παραπλανητικός, delusively => Ψευδώς, delusive => Ψευδής,