FAQs About the word delver

ανασκαφέας

One who digs, as with a spade.

Σκάβω (σε),εξετάζω,εξερευνώ,ρωτάω (για),Διερευνώ,κοίτα (κάτι),καταχώρηση,ελέγχω,ανιχνευτής,έρευνα

No antonyms found.

delved => εμβαθύνθηκε, delve => διερευνώ, deluxe => ντελούξ, delusory => παραπλανητικός, delusively => Ψευδώς,