Greek Meaning of quarreled

τσακώθηκαν

Other Greek words related to τσακώθηκαν

Definitions and Meaning of quarreled in English

Webster

quarreled (imp. & p. p.)

of Quarrel

FAQs About the word quarreled

τσακώθηκαν

of Quarrel

ισχυρίστηκε,μάλωναν,συγκρούστηκαν,αμφισβητούμενο,καυγάδισε,αμφιλεγόμενος,συζήτησαν,έπεσε,πολέμησε,ενοχλημένος

αποδεκτό,συμφωνήθηκε,αποδεκτό,συνυπήρχαν,συμφωνώ,συμφώνησε,Τά 'βρισκαν καλά

quarrel => καβγάς, quarl => Κουαρλ, quark cheese => Τυρί κρέμα, quark => κουάρκ, quarantining => καραντίνα,