Greek Meaning of bandied words
φράσεις
Other Greek words related to φράσεις
- ισχυρίστηκε
- μάλωναν
- Στοιβάζονται
- συγκρούστηκαν
- έπεσε
- πολέμησε
- Ξεκινούν διαφωνία
- τσακώθηκαν
- τσακώθηκαν
- διαφώνησε
- έψελνε
- καυγάδισε
- αμφιλεγόμενος
- συζήτησαν
- συζητήθηκε
- αμφισβητούμενο
- ενοχλημένος
- ταραγμένος
- το ανακάτεψε
- διαφωνούσε
- κωπηλάτησαν
- άχρηστο
- κηλιδωμένος
- διαμάχη
- καυγαδίζει
- υποστήριξε
- επικρίθηκε
- έκρινε αυστηρά
- εξετάζω
- αμφισβητούμενο
- αμφισβητούμενος
- τόλμησε
- αντιρρησίες
- διαμαρτυρηθεί
- μπερδεμένος
- τσακώθηκε
Nearest Words of bandied words
Definitions and Meaning of bandied words in English
bandied words
exchange, to exchange (words) argumentatively, to discuss lightly or banteringly, unite, to discuss or mention in gossip or small talk, to bat (something, such as a tennis ball) to and fro, bowed, a game similar to hockey and believed to be its prototype, to exchange (words) in argument, curved especially outward, to use in a glib or offhand manner, bowed outward at or below the knee, contend, to band together, bowlegged, to toss from side to side or pass about from one to another often in a careless or inappropriate manner
FAQs About the word bandied words
φράσεις
exchange, to exchange (words) argumentatively, to discuss lightly or banteringly, unite, to discuss or mention in gossip or small talk, to bat (something, such
ισχυρίστηκε,μάλωναν,Στοιβάζονται,συγκρούστηκαν,έπεσε,πολέμησε,Ξεκινούν διαφωνία,τσακώθηκαν,τσακώθηκαν,διαφώνησε
αποδεκτό,συμφωνήθηκε,Τά 'βρισκαν καλά,συνυπήρχαν,συμφωνώ,συμφώνησε,αποδεκτό
bandied (about) => διέσπειρε, banderols => Μπάντερολ, banderoles => πανό, banderol => Φραφικά, banded (together) => Ενωμένοι (μαζί),