Greek Meaning of bickered

μάλωναν

Other Greek words related to μάλωναν

Definitions and Meaning of bickered in English

Webster

bickered (imp. & p. p.)

of Bicker

FAQs About the word bickered

μάλωναν

of Bicker

ισχυρίστηκε,καυγάδισε,συγκρούστηκαν,πολέμησε,τσακώθηκαν,τσακώθηκαν,διαμάχη,Στοιβάζονται,αμφιλεγόμενος,συζήτησαν

αποδεκτό,συμφωνήθηκε,συνυπήρχαν,συμφωνώ,συμφώνησε,αποδεκτό,Τά 'βρισκαν καλά

bicker => διαπληκτίζομαι, bicipitous => δικέφαλος, bicipital => δικέφαλος, bichrome => Δίχρωμος, bichromatize => διχρωματικός,