Greek Meaning of bicolored

δίχρωμος

Other Greek words related to δίχρωμος

Definitions and Meaning of bicolored in English

Wordnet

bicolored (s)

having two colors

Webster

bicolored (a.)

Of two colors.

FAQs About the word bicolored

δίχρωμος

having two colorsOf two colors.

Λωρίδων,αποκλεισμένος,Μάρμαρο,δασύμαλλος,Δίχρωμο,κηλιδωμένος,στικτός,ριγέ,ραβδωτός,ριγέ

Άχρωμο,μονόχρωμος,στερεός,αχρωματικός,χλωριωμένο,ξεθωριασμένος,Αδύναμος,γκρι,γκρί,Μονόχρωμος

bicolor lespediza => Lespedeza bicolor, bicolor => δίχρωμο, bicolligate => Διπλής σύνδεσης, bickford match => Φιτίλι Bickford, bickford fuse => Φιτίλι Bickford,