Greek Meaning of trichromatic
τριχρωμία
Other Greek words related to τριχρωμία
- Δίχρωμος
- Δίχρωμο
- τρίχρωμο
- Τρίχρωμο
- Λωρίδων
- αποκλεισμένος
- δίχρωμο
- δίχρωμος
- Μάρμαρο
- δασύμαλλος
- στίγματα
- κουκκιδωτός
- κηλιδωμένος
- μαρμαροειδής
- Κηλιδωτός
- Πρότυπο
- πόδια
- πίντο
- καρό
- Φακιδωμένος
- στικτός
- Στιγμένος
- ριγέ
- ραβδωτός
- ριγέ
- δίχρωμος
- δίχρωμος
- γενναίος
- φωτεινό
- εξαιρετικό
- καρό
- χρωματικός
- έγχρωμος
- πολύχρωμο
- με κουκκίδες
- χτυπητός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- ομοφυλόφιλος
- Ιριδίζων
- καλειδοσκοπικός
- δυνατός
- ποικιλόμορφος
- πολύχρωμος
- οπαλίνες
- Δίχρωμος
- πολύχρωμος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- καρό
- Πολυχρωματικός
- Πολύχρωμος
- πρισματικός
- ουράνιο τόξο
- επιδεικτικός
- πιτσιλίσματος
- ποικιλόχρωμος
- ποικίλω
- ποικίλος
- διάφοροι
- Ζωηρός
- Πολύχρωμο
Nearest Words of trichromatic
- trichromacy => Τριχρωμία
- trichroism => τριχρωμία
- trichroic => τρίχρωμο
- trichotomy => τριχοτομία
- trichotomous => τριχοτομικός
- trichotillomania => Τριχοτιλλομανία
- trichosurus vulpecula => Θηλαστικό Αυστραλίας τρικώσουρος βουλπεκούλα
- trichosurus => Τρίχουρος
- trichostigma => τριχόστιγμα
- trichostema lanceolatum => Τρίχοστεμα το λογχοειδές
Definitions and Meaning of trichromatic in English
trichromatic (s)
having or involving three colors
trichromatic (a.)
Having or existing in three different phases of color; having three distinct color varieties; -- said of certain birds and insects.
FAQs About the word trichromatic
τριχρωμία
having or involving three colorsHaving or existing in three different phases of color; having three distinct color varieties; -- said of certain birds and insec
Δίχρωμος,Δίχρωμο,τρίχρωμο,Τρίχρωμο,Λωρίδων,αποκλεισμένος,δίχρωμο,δίχρωμος,Μάρμαρο,δασύμαλλος
αχρωματικός,Άχρωμο,μονόχρωμος,μονότονο,στερεός,χλωριωμένο,ξεθωριασμένος,γκρι,γκρί,Μονόχρωμος
trichromacy => Τριχρωμία, trichroism => τριχρωμία, trichroic => τρίχρωμο, trichotomy => τριχοτομία, trichotomous => τριχοτομικός,