Greek Meaning of assented

αποδεκτό

Other Greek words related to αποδεκτό

Definitions and Meaning of assented in English

Webster

assented (imp. & p. p.)

of Assent

FAQs About the word assented

αποδεκτό

of Assent

συμφωνήθηκε,συμφώνησε,προσχώρησε,συμφώνησε,υιοθετημένος,υποβληθεί,εγγεγραμμένος,υπέκυψε,έμεινε,κατοικία

διαφωνία,απορριφθείς,απορριπτόμενος,αρνηθεί,αποκρούω,περιφρονημένος,περιφρονημένος,αρνήθηκε

assentatory => κολακευτικό, assentator => κόλακας, assentation => συναίνεση, assent => συγκατάθεση, assemblywoman => βουλεύτρια,