Greek Meaning of flinching

συσπαστικός

Other Greek words related to συσπαστικός

Definitions and Meaning of flinching in English

Webster

flinching (p. pr. & vb. n.)

of Flinch

FAQs About the word flinching

συσπαστικός

of Flinch

συρρικνωμένος,Υποχωρώ,σπαρταρώντας,Διστακτικός,τρεμάμενη,Τρέμουλο,συρρίκνωση,τρεμάμενος,Τρέμουλο,ζεμάτισμα

προελαύνοντας,προσεγγίζοντας,αντιπαράθεση,απέναντι,πλησιάζοντας,απαιτητικός,αψηφώντας,πλησιάζει

flincher => Κρυόμαχος, flinched => Τραντάχτηκε, flinch => συσπάζομαι, flimsiness => ευθραυστότητα, flimsily => ασθενικό,