Greek Meaning of flimsily
ασθενικό
Other Greek words related to ασθενικό
Nearest Words of flimsily
Definitions and Meaning of flimsily in English
flimsily (r)
in a weak and flimsy manner
flimsily (adv.)
In a flimsy manner.
FAQs About the word flimsily
ασθενικό
in a weak and flimsy mannerIn a flimsy manner.
Ως τον ιστό αράχνης,λεπτός,Ασθενής,Κινηματογραφικός,καλό,εύθραυστος,αφρώδης,διάφανο,λεπτή δαντέλα,ανούσιος
ανθεκτικός,γερός,ουσιαστικός,Χοντρός,βαρύς,διαρκής,σκληρός,κωμικός,τραχύς,Αγενής
flim-flam => εξαπάτηση, flimflam => απάτη, flighty => επιπόλαιος, flight-shot => λόμπ, flightless bird => Άπτερο πουλί,