Greek Meaning of flightily

άστατα

Other Greek words related to άστατα

Definitions and Meaning of flightily in English

Webster

flightily (adv.)

In a flighty manner.

FAQs About the word flightily

άστατα

In a flighty manner.

διεγέρσιμος,αγχωμένος,ανήσυχος,συναισθηματικός,νευρικός,Υπερκινητικός,υπερκινητικός,έντονο,ευερέθιστος,ανήσυχος

Ήρεμος,συλλεγέν,κουλ,ατάραχος,αναίσθητος,Γαλήνιος,ήρεμος,ατάραχος,ακλόνητος,εύκολος

flighter => μαχητής, flighted => διαβαθμισμένο, flight surgeon => Ιατρός πτήσεων, flight strip => Πίστα προσγείωσης, flight simulator => Προσομοιωτής πτήσης,