FAQs About the word flightless

Απτερος

incapable of flying

ιπτάμενος,αεροπορία,Αεροπορία,αεροστατική,ολίσθηση,Ανυψωτική

αιχμαλωσία,εγκλεισμός,επιμέλεια,κατοχή,φυλάκιση,φυλάκιση,κατακράτηση,κράτηση,κίνδυνος,κρατώ

flightiness => αστάθεια, flightily => άστατα, flighter => μαχητής, flighted => διαβαθμισμένο, flight surgeon => Ιατρός πτήσεων,