Greek Meaning of dainty
χαριτωμένος
Other Greek words related to χαριτωμένος
- προσεκτικός
- απαιτητικός
- εκλεκτικός
- λεπτός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- απαιτητικός
- επιτηδευμένος
- δύσκολος
- επιλεκτικός
- επιλεκτικός
- ωραίο
- ιδιαίτερο
- σχολαστικός
- ψιλολόγος
- επιλεκτικός
- κριτική
- διακριτικός
- διαχωριστικός
- διορατικός
- σχολαστικός
- γεροντοκόρη
- επιλεκτικός
- γκρινιάρης
- κακόβουλος
- επικριτικός
- κουβέντα
- λογομαχώ
- εντοπισμός σφάλματος
- υπερκριτικός
- με γνώσεις
- υπερβολικά επικριτικός
- επιμελής
- δύστροπος
- πείσμων
- ακανθώδης
- σφιγμένος
- άκαμπτος
- σχολαστικός
- ναυτία
- συνειδητός
- ευαίσθητος
- ευαίσθητος
- υπερβολικά σχολαστικός
- Απαιτητικός
- ναυτία
- Υπερβολικά γρήγορα
Nearest Words of dainty
Definitions and Meaning of dainty in English
dainty (n)
something considered choice to eat
dainty (s)
delicately beautiful
especially pleasing to the taste
excessively fastidious and easily disgusted
dainty (n.)
Value; estimation; the gratification or pleasure taken in anything.
That which is delicious or delicate; a delicacy.
A term of fondness.
dainty (superl.)
Rare; valuable; costly.
Delicious to the palate; toothsome.
Nice; delicate; elegant, in form, manner, or breeding; well-formed; neat; tender.
Requiring dainties. Hence: Overnice; hard to please; fastidious; squeamish; scrupulous; ceremonious.
FAQs About the word dainty
χαριτωμένος
something considered choice to eat, delicately beautiful, especially pleasing to the taste, excessively fastidious and easily disgustedValue; estimation; the gr
προσεκτικός,απαιτητικός,εκλεκτικός,λεπτός,απαιτητικός,απαιτητικός,απαιτητικός,επιτηδευμένος,δύσκολος,επιλεκτικός
Φιλικός,αέρας,ανέμελος,ευέλικτος,αδιάφορος,χαλαρός,χαλαρός,Χαμηλή πίεση,χαλαρός,ανεπιτήδευτο
daintrel => Ντέιντρελ, daintiness => λεπτότητα, daintily => κομψά, daintify => εκλεπτυσμένος, daintified => κακομαθημένος,