Greek Meaning of blenching

ζεμάτισμα

Other Greek words related to ζεμάτισμα

Definitions and Meaning of blenching in English

Webster

blenching (p. pr. & vb. n.)

of Blench

FAQs About the word blenching

ζεμάτισμα

of Blench

συσπαστικός,Υποχωρώ,σπαρταρώντας,συρρικνωμένος,Διστακτικός,Τρέμουλο,συρρίκνωση,τρεμάμενος,Στραβισμός,Τρέμουλο

προελαύνοντας,προσεγγίζοντας,απέναντι,πλησιάζοντας,απαιτητικός,αντιπαράθεση,αψηφώντας,πλησιάζει

blencher => μπλανσέρ, blenched => Χλωμός, blench holding => λευκό, blench => χλωμιάζω, blemishment => κηλίδα,