Greek Meaning of snuffling
γρυλίζοντας
Other Greek words related to γρυλίζοντας
Nearest Words of snuffling
Definitions and Meaning of snuffling in English
snuffling (s)
liable to sniffle
FAQs About the word snuffling
γρυλίζοντας
liable to sniffle
αναπνοή,Πρόσληψη οσμής,ροχαλητό,ροχαλητό,σβήσιμο ,φύσημα (έξω),λαχανιάζοντας,σνιφάρισμα,λαχανιασμένος,Φουσκωμένος
ασφυξία,ναυτία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός
snuffler => Μυρίστης, snuffle => μουρμουρίζω, snuffers => σβηστήρι, snuffer => σβηστήρι, snuff-colour => Χρώμα ταμπάκου,