FAQs About the word suspiring

στενάζοντας

to draw a long deep breath

φύσημα (έξω),λαχανιάζοντας,σνιφάρισμα,εμπνευσμένος,λαχανιασμένος,Φουσκωμένος,συριγμός,αναπνοή,σχεδίαση,λήγει

ασφυκτικός,ασφυξία,ναυτία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός,στραγγαλισμός,στραγγαλισμός

suspired => αναστενάζω, suspicions => υποψίες, suspicioning => υπόνοια , suspicioned => ύποπτος, suspensions => αναστολές,