Greek Meaning of suspired
αναστενάζω
Other Greek words related to αναστενάζω
Nearest Words of suspired
Definitions and Meaning of suspired in English
suspired
to draw a long deep breath
FAQs About the word suspired
αναστενάζω
to draw a long deep breath
έσβησε (στον αέρα),ληγμένο,λαχάνιασε,θυμωμένος,εισπνεόμενος,εμπνεόμενος,λαχάνιαζε,φουσκωμένος,σφύριγμα,ανέπνεε
ασφυκτικός,πνιγμένος,φιμωμένος,πνιγμένος,πνιγμένος,πνιγηρός,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος
suspicions => υποψίες, suspicioning => υπόνοια , suspicioned => ύποπτος, suspensions => αναστολές, suspenser => αγωνία,