Greek Meaning of inbreathed
εισπνεόμενος
Other Greek words related to εισπνεόμενος
Nearest Words of inbreathed
Definitions and Meaning of inbreathed in English
inbreathed (imp. & p. p.)
of Inbreathe
FAQs About the word inbreathed
εισπνεόμενος
of Inbreathe
έσβησε (στον αέρα),ληγμένο,εμπνεόμενος,ανέπνεε,σχεδίασε,λαχάνιασε,θυμωμένος,λαχάνιαζε,φουσκωμένος,εισπνεόμενος
ασφυκτικός,πνιγμένος,φιμωμένος,πνιγμένος,πνιγμένος,πνιγηρός,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος
inbreathe => εισπνοή, inbreaking => διάρρηξη, inbreak => διάρρηξη, in-bounds => εντός ορίων, inbound => εισερχόμενο,