FAQs About the word inburnt

Εσωτερική καύση

Burnt in; ineffaceable.

No synonyms found.

No antonyms found.

inburning => Διπλή έγχυση, inbuilt => ενσωματωμένο, inbreeding => Ενδογαμία, inbreed => αιμομιξία, inbred => ενδογαμικός,