FAQs About the word asphyxiated

ασφυκτικός

in a state of asphyxiaAlt. of Asphyxied

πνιγμένος,στραγγαλισμένος,πνιγμένος,κατεστραμμένος,στραγγαλισμένος,στραγγαλισμένος,πνιγμένος,πνιγηρός,πνιγμένος,στραγγαλισμένος

ανέπνεε,ληγμένο,εισπνεόμενο,εμπνεόμενος,εκπνοή,αναβίωσε,αναζωογονημένος

asphyxiate => ασφυξία, asphyxial => ασφυκτικός, asphyxia => ασφυξία, asphyctic => ασφυκτικός, asphodelus => ασφόδελος,