Greek Meaning of swaddled
σπαργανωμένος
Other Greek words related to σπαργανωμένος
- ντυμένος με
- Τυλιγμένο
- ντυμένος
- ντυμένος
- ντυμένος
- ντυμένος
- μεταμφιεσμένος
- ντυμένος
- ενδεδυμένος
- ντυμένο
- Συνωστισμένος
- ντυμένος
- ενδυμένος με μανδύα
- τυλιγμένος
- τουαλέτα
- εξοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- ενδεδυμένος
- παρατεταγμένοι
- στολισμένος
- καπαρισμένος
- Κρυμμένος
- ντυμένος
- Εξοπλισμένος
- ντυμένος
- επιπλωμένος
- κατοικημένος
- συνέβη
- επενδύσει
- μπουφάν
- Μανδύας
- εφοδιασμένος
- κατάλληλος
- Εξατομικευμένο
- με στολή
- αποκτηθεί
- ντυμένος
- στολισμένος
- έκανε
- ντυμένος απλά
- ντυμένος
- τυλιγμένος
- σηκώθηκε
- ενεργοποιημένος
- στημένος
- ντυμένος (επίσημα)
Nearest Words of swaddled
Definitions and Meaning of swaddled in English
swaddled
to wrap (an infant) with swaddling clothes, restrain, restrict, envelop, swathe, to wrap an infant with swaddling clothes
FAQs About the word swaddled
σπαργανωμένος
to wrap (an infant) with swaddling clothes, restrain, restrict, envelop, swathe, to wrap an infant with swaddling clothes
ντυμένος με,Τυλιγμένο,ντυμένος,ντυμένος,ντυμένος,ντυμένος,μεταμφιεσμένος,ντυμένος,ενδεδυμένος,ντυμένο
εκχωρήθηκε,γυμνός,αποκαλυμμένος,αποκαλυμμένος,Γυμνός,γυμνός,стрипт,ακατάστατος,Ανεξάρτητο
swabs => στυλεοί, swabby => στυπόξυλο, swabbies => ναύτες, swabbie => ναύτης, swabbed => σκουπισμένο,