Greek Meaning of enrobed
ενδυμένος με μανδύα
Other Greek words related to ενδυμένος με μανδύα
- ντυμένος
- ντυμένος
- ντυμένος
- ενδεδυμένος
- ντυμένος
- παρατεταγμένοι
- ντυμένος
- στολισμένος
- καπαρισμένος
- μεταμφιεσμένος
- ντυμένος με
- ντυμένος
- ενδεδυμένος
- ντυμένο
- κατοικημένος
- ντυμένος
- κατάλληλος
- ντυμένος
- Τυλιγμένο
- στολισμένος
- ντυμένος
- στημένος
- ντυμένος (επίσημα)
- τουαλέτα
- εξοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- Κρυμμένος
- Εξοπλισμένος
- ντυμένος
- επιπλωμένος
- συνέβη
- Συνωστισμένος
- επενδύσει
- μπουφάν
- Μανδύας
- εφοδιασμένος
- Εξατομικευμένο
- με στολή
- αποκτηθεί
- έκανε
- ντυμένος απλά
- τυλιγμένος
- σηκώθηκε
- ενεργοποιημένος
- σπαργανωμένος
- τυλιγμένος
Nearest Words of enrobed
Definitions and Meaning of enrobed in English
enrobed
to cover with or as if with a robe, coat sense 2
FAQs About the word enrobed
ενδυμένος με μανδύα
to cover with or as if with a robe, coat sense 2
ντυμένος,ντυμένος,ντυμένος,ενδεδυμένος,ντυμένος,παρατεταγμένοι,ντυμένος,στολισμένος,καπαρισμένος,μεταμφιεσμένος
Γυμνός,γυμνός,γυμνός,стрипт,ακατάστατος,εκχωρήθηκε,αποκαλυμμένος,αποκαλυμμένος,Ανεξάρτητο
enrichments => Εμπλουτισμοί, enriches => εμπλουτίζει, enregistering => εγγραφή, enraptured (by) => ενθουσιασμένος (από), enrages => εξοργίζει,