FAQs About the word decked (out)

στολισμένος

dressed in a very fancy way, decorated in a fancy way

ντυμένη στην πένα,ντυμένος,φανταχτερός

κουρελιασμένος,κουρελιασμένος,ατημέλητος,φθαρμένος,κουρελιασμένος,αγκαθωτός,κατεστραμμένος,ετερόκλητος,ατημέλητος,κουρελιασμένος

deck (out) => τραβήξτε, decisions => αποφάσεις, decimations => Δεκατισμός, deciding (upon) => αποφασιστικό (σε), decides (upon) => αποφασίζει (για),