Greek Meaning of decide (on)

αποφασίζω (για)

Other Greek words related to αποφασίζω (για)

Definitions and Meaning of decide (on) in English

decide (on)

to choose (something) after thinking about the possible choices

FAQs About the word decide (on)

αποφασίζω (για)

to choose (something) after thinking about the possible choices

επιλέγω,επιλέγω (για),επιλέξτε,(επιλέγω) μοναδικό,Κερασίζω,επιλέγω,εκλέγω,απολαμβάνω,χαιρετώ,επιλέγω με το χέρι

αντιτίθεμαι,πτώση,εναντιώνω,χ теря,αρνούμαι,απορρίπτω,απορρίπτω,περιφρονώ,πετάω πέρα,διστάζω (για κάτι)

decibels => ντεσιμπέλ, decibel(s) => ντεσιμπέλ, decertifying => αποπιστοποίησης, decertified => αποπιστοποιημένος, deceptions => απατες,