Greek Meaning of deckhands

ναύτες του καταστρώματος

Other Greek words related to ναύτες του καταστρώματος

Definitions and Meaning of deckhands in English

deckhands

a sailor who performs manual duties

FAQs About the word deckhands

ναύτες του καταστρώματος

a sailor who performs manual duties

πηδαλιούχοι,μέλη πληρώματος,ναυτικοί,ναυτιλλόμενοι,ναυτικοί,ναυτικοί,ναυτικοί,ναυτικοί,ορδές,εγκάρδιος

No antonyms found.

decked-out => καλυμμένος, decked (out) => στολισμένος, deck (out) => τραβήξτε, decisions => αποφάσεις, decimations => Δεκατισμός,