Greek Meaning of togged (up or out)

ντυμένος (επίσημα)

Other Greek words related to ντυμένος (επίσημα)

Definitions and Meaning of togged (up or out) in English

togged (up or out)

No definition found for this word.

FAQs About the word togged (up or out)

ντυμένος (επίσημα)

ντυμένος,ντυμένος,ντυμένος,στολισμένος,ντυμένος,στημένος,ενδεδυμένος,ντυμένος,παρατεταγμένοι,ντυμένος

Γυμνός,γυμνός,γυμνός,стрипт,Ανεξάρτητο,ακατάστατος,εκχωρήθηκε,αποκαλυμμένος,αποκαλυμμένος

tog (up or out) => ντύνεσθαι, tog (out or up) => τυλιγμένος (έξω ή πάνω), to-dos => Πράγματα που πρέπει να γίνουν, toddlers => Νήπια, toddlerhood => Νηπιακή ηλικία,