Greek Meaning of respiring
αναπνέοντας
Other Greek words related to αναπνέοντας
Nearest Words of respiring
- respired => εισπνεόμενος
- respire => αναπνέω
- respiratory tract infection => Λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος
- respiratory tract => Αναπνευστικό σύστημα
- respiratory system => αναπνευστικό σύστημα
- respiratory syncytial virus => Αναπνευστικός συγκυτιακός ιός
- respiratory rate => αναπνευστικός ρυθμός
- respiratory quotient => Αναπνευστικός λόγος
- respiratory organ => Αναπνευστικό όργανο
- respiratory infection => Αναπνευστική λοίμωξη
Definitions and Meaning of respiring in English
respiring (p. pr. & vvb. n.)
of Respire
FAQs About the word respiring
αναπνέοντας
of Respire
αναπνοή,ροχαλητό,φύσημα (έξω),σχεδίαση,λήγει,λαχανιάζοντας,σνιφάρισμα,εισπνοή,εμπνευσμένος,λαχανιασμένος
ασφυκτικός,ασφυξία,ναυτία,ασφυκτικός,ασφυκτικός,αποπνικτικός,στραγγαλισμός,στραγγαλισμός
respired => εισπνεόμενος, respire => αναπνέω, respiratory tract infection => Λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, respiratory tract => Αναπνευστικό σύστημα, respiratory system => αναπνευστικό σύστημα,