Greek Meaning of huffing

σνιφάρισμα

Other Greek words related to σνιφάρισμα

Definitions and Meaning of huffing in English

Wordnet

huffing (n)

an act of forcible exhalation

Webster

huffing (p. pr. & vb. n.)

of Huff

FAQs About the word huffing

σνιφάρισμα

an act of forcible exhalationof Huff

αλαζονικός,εκρηκτικός,παραλήρημα,μαινόμενος,φυσώντας,έξαλλος,ξεχύνοντας,θυελλώδης,Βροντερός,καυχιέμαι

αναπνοή,βόγκημα,γογγύζοντας,μουρμούρισμα,ψίθυρος,μιλάω ακατάληπτα

huffiness => οργή, huffily => πειραγμένα, huffer => Χάφερ, huffed => θυμωμένος, huffcap => Καπέλο,