Greek Meaning of raging
έξαλλος
Other Greek words related to έξαλλος
- κατευναστικός
- ηρεμιστικό
- έλεγχος
- συλλογή
- σύνθεση
- κράσπεδο
- μετριαστικός
- καταπιεστικός
- συγκρατημένος
- ασφυκτικός
- κατευναστικός
- αποπνικτικός
- πνιγμός (πίσω)
- περιέχοντας
- δαμάζοντας
- κατασταλτικός
- Κατάποση
- καταπραϋντικός
- ψύξη
- χαλάρωση
- κατευναστικός
- βάζω στην τσέπη
- κατευναστικός
- Ρινινγκ
- χαλαρωτικό
- κατακάθιση
- σκλήρυνση
- σσσ
- καταστολή
- χαλαρώνω
- καταπραϋντικό
- απόχρωση (κάτω)
Nearest Words of raging
Definitions and Meaning of raging in English
raging (s)
characterized by violent and forceful activity or movement; very intense
very severe
(of the elements) as if showing violent anger
raging (p. pr. & vb. n.)
of Rage
raging ()
a. & n. from Rage, v. i.
FAQs About the word raging
έξαλλος
characterized by violent and forceful activity or movement; very intense, very severe, (of the elements) as if showing violent angerof Rage, a. & n. from Rage,
βασανιστικός,οδυνηρός,έντονο,βασανίζοντας,βασανιστικός,σπαρακτικό,οξύς,δάγκωμα,εξαίσιος,ακραίο
κατευναστικός,ηρεμιστικό,έλεγχος,συλλογή,σύνθεση,κράσπεδο,μετριαστικός,καταπιεστικός,συγκρατημένος,ασφυκτικός
ragi => Ragi, raghuvansa => Raghuvansa, raggy => κουρελιάρης, ragguled => κουρελιασμένος, ragging => Ράγκινγκ,