Greek Meaning of reining

Ρινινγκ

Other Greek words related to Ρινινγκ

Definitions and Meaning of reining in English

Webster

reining (p. pr. & vb. n.)

of Rein

FAQs About the word reining

Ρινινγκ

of Rein

αντίσταση,έλεγχος,απόφραξη,περιοριστική,κράσπεδο,εμποδίζοντας,αναπηρία,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός

βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,εκκαθάριση,ενθαρρυντικός,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλάρωση

reinhold niebuhr => Ράινχολντ Νίμπουρ, reinhabit => επανεγκαθιστώ, reingratiate => Επαναφέρω στη χάρη, reinfund => επιστροφή χρημάτων, reinforcing stimulus => Ενισχυτικό ερέθισμα,