Greek Meaning of derailing

εκτροχιάζοντας

Other Greek words related to εκτροχιάζοντας

Definitions and Meaning of derailing in English

Webster

derailing (p. pr. & vb. n.)

of Derail

FAQs About the word derailing

εκτροχιάζοντας

of Derail

αναστάτωση,ανησυχητικός,θυμωμένος,ενοχλητικός,Αποσπώντας την προσοχή,ανησυχητικό,βασανίζει,αναστατωτικός,ανησυχητικό,σχετικά

καταπραϋντικός,σύνθεση,κατευναστικός,κατακάθιση,κατευναστικός,καταπραϋντικό,κατευναστικός,ηρεμιστικό,καταπραϋντικό,εξευμενιστικός

derailed => εκτροχιασμένος, derail => εκτροχιάζω, deraignment => αναταραχή, deraign => υπερασπίζω, deracination => εκρίζωση,