Greek Meaning of distempering

Καρρέ

Other Greek words related to Καρρέ

Definitions and Meaning of distempering in English

Webster

distempering (p. pr. & vb. n.)

of Distemper

FAQs About the word distempering

Καρρέ

of Distemper

αναστάτωση,ανησυχητικός,θυμωμένος,ενοχλητικός,αποσυνθετικός,Αποσπώντας την προσοχή,οδυνηρός,ανησυχητικό,στοιχειωμένος,ανησυχητικό

καταπραϋντικός,σύνθεση,κατευναστικός,κατακάθιση,κατευναστικός,καταπραϋντικό,κατευναστικός,ηρεμιστικό,καταπραϋντικό,εξευμενιστικός

distempered => ανισόρροπος, distemperature => δυσκρασία, distemperately => ακατάστατα, distemperate => εύκρατος, distemperance => Ασωτία,