Greek Meaning of tying up

δέσιμο

Other Greek words related to δέσιμο

Definitions and Meaning of tying up in English

Wordnet

tying up (n)

the act of securing an arriving vessel with ropes

FAQs About the word tying up

δέσιμο

the act of securing an arriving vessel with ropes

αποκλεισμός,εμποδίζοντας,Περιορισμός,δίνει δύσκολο χρόνο,συγκράτηση,κρατώντας,παρεμβαίνω (σε),ασφυξία,απόφραξη,καθυστέρηση

βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,εκκαθάριση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,ανοίγοντας δρόμο

tying => δέσιμο, tycoon => Τυcoon, tycho brahe => Τύχων Βράχε, tychism => τυχαιότητα, tyche => Τύχη,