Greek Meaning of hedging (in)

Αντιστάθμιση κινδύνου (σε)

Other Greek words related to Αντιστάθμιση κινδύνου (σε)

Definitions and Meaning of hedging (in) in English

hedging (in)

to surround or restrict (someone) in a way that prevents free movement or action, to form a boundary around (something)

FAQs About the word hedging (in)

Αντιστάθμιση κινδύνου (σε)

to surround or restrict (someone) in a way that prevents free movement or action, to form a boundary around (something)

στρίφωμα,βάλτωμα,περιοριστικός,εκτροχιάζοντας,ανησυχητικός,φίμωση,καταπιεστικός,ματαιώνοντας,απορίας άξιο,οδοφράγματα

βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,ανοίγοντας δρόμο,άνοιγμα,εκκαθάριση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,προώθηση

hedges => φράκτες, hedge (in) => Σιγουριά (σε), hectors => έλληνες, heckles => φωνές, hecklers => ταραχοποιοί,