FAQs About the word bogging (down)

βάλτωμα

to become stuck in wet ground, to cause (something) to sink in wet ground

ψήσιμο στη σχάρα,εμπλέκοντας,μπερδέματος,παγίδευση,μπλέκεται,μπερδεμένος,εμπλέκοντας,κολλημένος,Εμπλοκή,Ελκυστικό

απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,απελευθερωτικός

bogged (down) => βουτηγμένος, bogeymen => φόβητρα, bogarts => Μπόγκαρτς, bogarting => μονοπωλώ, bogarted => έκλεψε,