Greek Meaning of bogarting

μονοπωλώ

Other Greek words related to μονοπωλώ

Definitions and Meaning of bogarting in English

bogarting

to use or consume without sharing, bully sense 2

FAQs About the word bogarting

μονοπωλώ

to use or consume without sharing, bully sense 2

εκφοβισμός,εκφοβισμός,εξαναγκασμός,φοβερός,τρομακτικός,εκφοβισμός,ενοχλητικός,αλαζονικός,μπουλντόζες,Επιβολή

επευφημώντας,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ενθαρρυντικός,καθησυχαστικός,κατευναστικός,πειστικός,πειθώ,παρηγορητικός,Κλοπή

bogarted => έκλεψε, bog (down) => (translation not provided), boffs => χαζοί, boffos => γελωτοποιοί, boffolas => boffolas,