Greek Meaning of bogarting
μονοπωλώ
Other Greek words related to μονοπωλώ
- εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- εξαναγκασμός
- φοβερός
- τρομακτικός
- εκφοβισμός
- ενοχλητικός
- αλαζονικός
- μπουλντόζες
- Επιβολή
- τρομακτικό
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- συγκλονιστικό
- Εντυπωσιακός
- απειλητικός
- κοροϊδία, ειρωνεία
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- επιλογή
- πιεστικός
- βία
- τρομαχτικό
- ανησυχητικός
- πειστικός
- περιοριστική
- απογοητευτικός
- αποσυνθετικός
- ανησυχητικός
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- τρομακτικός
- καταδίωξη
- κατασκευή
- απειλητικός
- προθυμος
- ενοχλητικό
- επείγον
- τρομακτικός
- ανησυχητικό
- αναστατωτικός
- συναγερτικός
- ξυλοδαρμός
- ψυχική διέγερση (έξω)
- τρομακτικό
- Τρομοκρατικός
- κουτσομπολιά
- αποθαρρυντικό
Nearest Words of bogarting
Definitions and Meaning of bogarting in English
bogarting
to use or consume without sharing, bully sense 2
FAQs About the word bogarting
μονοπωλώ
to use or consume without sharing, bully sense 2
εκφοβισμός,εκφοβισμός,εξαναγκασμός,φοβερός,τρομακτικός,εκφοβισμός,ενοχλητικός,αλαζονικός,μπουλντόζες,Επιβολή
επευφημώντας,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ενθαρρυντικός,καθησυχαστικός,κατευναστικός,πειστικός,πειθώ,παρηγορητικός,Κλοπή
bogarted => έκλεψε, bog (down) => (translation not provided), boffs => χαζοί, boffos => γελωτοποιοί, boffolas => boffolas,