Greek Meaning of coercing
εξαναγκασμός
Other Greek words related to εξαναγκασμός
- πειστικός
- Επιβολή
- υποχρεωτικός
- προθυμος
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- περιοριστική
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- οδήγηση
- επιτακτικός
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- κατασκευή
- μυώδες
- επείγον
- πιεστικός
- Γεμίζω μ' άμμο
- ενοχλητικός
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- σέρνοντας
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- καταδίωξη
- απειλητικός
- ντροπιαστικό
- Τρομοκρατικός
- απειλητικός
- Στριφογύρισμα του χεριού
Nearest Words of coercing
Definitions and Meaning of coercing in English
coercing (p. pr. & vb. n.)
of Coerce
FAQs About the word coercing
εξαναγκασμός
of Coerce
πειστικός,Επιβολή,υποχρεωτικός,προθυμος,εκβιασμός,εκφοβισμός,περιοριστική,καταναγκαστική στρατολόγηση,οδήγηση,επιτακτικός
επιτρέποντας,αφήνοντας,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,μετακινούμενο,ικανοποιητικό,μιλάω (σε),πειστικός,πειθώ
coercible => εξαναγκάσιμος, coerced => εξαναγκασμένος, coerce => Αναγκάζω, coequally => εξίσου, coequality => ισοτιμία,