Greek Meaning of blackmailing
εκβιασμός
Other Greek words related to εκβιασμός
- οδήγηση
- εκβιασμός
- παρενόχληση
- εντυπωσιακός
- συμπίεση
- απειλητικός
- εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- εξαναγκασμός
- πειστικός
- περιοριστική
- σέρνοντας
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- απαιτητικός
- Επιβολή
- επιτακτικός
- φοβερός
- κατασκευή
- απειλητικός
- μυώδες
- υποχρεωτικός
- προθυμος
- επείγον
- πιεστικός
- εκβιασμός
- Γεμίζω μ' άμμο
- ντροπιαστικό
- Τρομοκρατικός
- πάλη
- στύψιμο
- στρίψιμο του βραχίονα
- ενοχλητικός
- εκβιασμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- κήρυγμα
- πίεση
- καταδίωξη
Nearest Words of blackmailing
Definitions and Meaning of blackmailing in English
blackmailing (p. pr. & vb. n.)
of Blackmail
blackmailing (n.)
The act or practice of extorting money by exciting fears of injury other than bodily harm, as injury to reputation.
FAQs About the word blackmailing
εκβιασμός
of Blackmail, The act or practice of extorting money by exciting fears of injury other than bodily harm, as injury to reputation.
οδήγηση,εκβιασμός,παρενόχληση,εντυπωσιακός,συμπίεση,απειλητικός,εκφοβισμός,εκφοβισμός,εξαναγκασμός,πειστικός
επιτρέποντας,αφήνοντας,μετακινούμενο,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,επικρατούσα (επί ή επί),ικανοποιητικό,μιλάω (σε),νικηφόρα (πάνω)
blackmailer => εκβιαστής, blackmailed => εκβιασμένος, blackmail => εκβιασμός, blackly => μαύρος, blacklist => μαύρη λίστα,