Greek Meaning of racketeering
εκβιασμός
Other Greek words related to εκβιασμός
Nearest Words of racketeering
- racketeer influenced and corrupt organizations act => Νόμος για τις οργανώσεις που επηρεάζονται και δωροδοκούνται από εκβιαστές
- racketeer => εκβιαστής
- racketed => ρακέτα
- racket club => όμιλος ρακέτας
- racket => ρακέτα
- racker => καραγκιόζης
- racked => τοποθετημένος
- rackarock => Ράκαροκ
- rackabones => rackabones
- rack up => συσσωρεύω
Definitions and Meaning of racketeering in English
racketeering (n)
engaging in a racket
FAQs About the word racketeering
εκβιασμός
engaging in a racket
έγκλημα,εγκληματικότητα,γκανγκστερισμός,χουλιγκανισμός,κακοδιαχείριση,κακή διαγωγή,Παράνομος,διαφθορά,κακός,Ανηθικότητα
επιτρέποντας,αφήνοντας,μετακινούμενο,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,επικρατούσα (επί ή επί),ικανοποιητικό,μιλάω (σε),νικηφόρα (πάνω)
racketeer influenced and corrupt organizations act => Νόμος για τις οργανώσεις που επηρεάζονται και δωροδοκούνται από εκβιαστές, racketeer => εκβιαστής, racketed => ρακέτα, racket club => όμιλος ρακέτας, racket => ρακέτα,