Greek Meaning of muscling
μυώδες
Other Greek words related to μυώδες
- εξαναγκασμός
- πειστικός
- οδήγηση
- Επιβολή
- υποχρεωτικός
- προθυμος
- πιεστικός
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- περιοριστική
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- επιτακτικός
- εντυπωσιακός
- φοβερός
- κατασκευή
- επείγον
- Γεμίζω μ' άμμο
- ενοχλητικός
- εκβιασμός
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εκφοβισμός
- σέρνοντας
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- πίεση
- καταδίωξη
- απειλητικός
- ντροπιαστικό
- Τρομοκρατικός
- απειλητικός
- Στριφογύρισμα του χεριού
Nearest Words of muscling
Definitions and Meaning of muscling in English
muscling (n.)
Exhibition or representation of the muscles.
FAQs About the word muscling
μυώδες
Exhibition or representation of the muscles.
εξαναγκασμός,πειστικός,οδήγηση,Επιβολή,υποχρεωτικός,προθυμος,πιεστικός,εκβιασμός,εκφοβισμός,περιοριστική
επιτρέποντας,αφήνοντας,μετακινούμενο,επιτρέποντας,υποστηρίζοντας,επαγωγική,ικανοποιητικό,μιλάω (σε),νικηφόρα (πάνω),πειστικός
muscleman => μυώδης, muscled => μυώδης, musclebuilding => Αύξηση μυϊκής μάζας, muscle-builder => μυοδόμος, musclebuilder => μυοδόμημα,