Greek Meaning of cowing
εκφοβισμός
Other Greek words related to εκφοβισμός
- εκφοβισμός
- φοβερός
- εκφοβισμός
- μπουλντόζες
- εξαναγκασμός
- τρομακτικό
- παρενόχληση
- κήρυγμα
- τρομακτικός
- συγκλονιστικό
- Εντυπωσιακός
- απειλητικός
- κοροϊδία, ειρωνεία
- εκβιασμός
- μονοπωλώ
- εκφοβισμός
- επιλογή
- πιεστικός
- βία
- τρομαχτικό
- ανησυχητικός
- ενοχλητικός
- αλαζονικός
- πειστικός
- περιοριστική
- απογοητευτικός
- ανησυχητικός
- ανησυχητικός
- οδυνηρός
- ανησυχητικό
- καταναγκαστική στρατολόγηση
- Επιβολή
- τρομακτικός
- καταδίωξη
- κατασκευή
- απειλητικός
- προθυμος
- ενοχλητικό
- επείγον
- τρομακτικός
- ανησυχητικό
- αναστατωτικός
- ξυλοδαρμός
- τρομακτικό
- Τρομοκρατικός
- κουτσομπολιά
- αποθαρρυντικό
Nearest Words of cowing
Definitions and Meaning of cowing in English
cowing
the adult female of cattle or of any of various usually large animals (as elephants, whales, or seals), to destroy the resolve or courage of, to lessen the spirits or courage of, the mature female of various usually large animals (such as an elephant, whale, or moose), any domestic bovine animal regardless of sex or age, the mature female of cattle (genus Bos), to bring to a state or an action by intimidation, a domestic bovine animal regardless of sex or age, a woman who is stupid or annoying
FAQs About the word cowing
εκφοβισμός
the adult female of cattle or of any of various usually large animals (as elephants, whales, or seals), to destroy the resolve or courage of, to lessen the spir
εκφοβισμός,φοβερός,εκφοβισμός,μπουλντόζες,εξαναγκασμός,τρομακτικό,παρενόχληση,κήρυγμα,τρομακτικός,συγκλονιστικό
επευφημώντας,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,ενθαρρυντικός,καθησυχαστικός,κατευναστικός,πειστικός,Ενθάρρυνση,πειθώ,παρηγορητικός
cowhiding => Δέσιμο αγελάδας, cowhides => Δέρματα αγελάδας, cowhided => επεξεργασμένο δέρμα αγελάδας, cowherds => βοσκοί, cowhands => Κτηνοτρόφοι,