Greek Meaning of muzzling

φίμωση

Other Greek words related to φίμωση

Definitions and Meaning of muzzling in English

Webster

muzzling (p. pr. & vb. n.)

of Muzzle

FAQs About the word muzzling

φίμωση

of Muzzle

Λογοκρισία,ναυτία,σιωπηρή,λιποθυμία,κάλυψη (κάποιου πράγματος),σιωπή (πάνω),ακύρωση,καταπιεστικός,σύνθλιψη,καταπιεστικός

απομυθοποίηση,Αποκάλυψη,αποκάλυψη,εκθέτω,αποκαλυπτικός,λέγοντας,αποκάλυψη,κουβέντα,εκπομπή,κυκλοφορούν

muzzler => φινίστρα, muzzle-loading => Με τουφέκια με κάννη, muzzle-loader => Μπροςγεμιστή, muzzled => φιμωμένο, muzzle velocity => Ταχύτητα εξόδου,